ψαλτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαλτικός | η | ψαλτική | το | ψαλτικό |
γενική | του | ψαλτικού | της | ψαλτικής | του | ψαλτικού |
αιτιατική | τον | ψαλτικό | την | ψαλτική | το | ψαλτικό |
κλητική | ψαλτικέ | ψαλτική | ψαλτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαλτικοί | οι | ψαλτικές | τα | ψαλτικά |
γενική | των | ψαλτικών | των | ψαλτικών | των | ψαλτικών |
αιτιατική | τους | ψαλτικούς | τις | ψαλτικές | τα | ψαλτικά |
κλητική | ψαλτικοί | ψαλτικές | ψαλτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψαλτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαψαλτικός, -ή, -ό
- σχετικός με το ψάλσιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαλτικός
|