Δείτε επίσης: ψύλλος, ψιλός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψίλος οι ψίλοι
      γενική του ψίλου των ψίλων
    αιτιατική τον ψίλο τους ψίλους
     κλητική ψίλε ψίλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψίλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψίλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία