ψίδιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψίδιασμα < ψιδιάζω + -μα < ψίδι < μεσαιωνική ελληνική ἀψίδιον < αρχαία ελληνική ἀψίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψίδιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιδιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψίδιασμα
|