ψιδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιδιάζω < ψίδι + -άζω < αρχαία ελληνική ἀψίς
Ρήμα
επεξεργασίαψιδιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψιδιάζω | ψίδιαζα | θα ψιδιάζω | να ψιδιάζω | ψιδιάζοντας | |
β' ενικ. | ψιδιάζεις | ψίδιαζες | θα ψιδιάζεις | να ψιδιάζεις | ψίδιαζε | |
γ' ενικ. | ψιδιάζει | ψίδιαζε | θα ψιδιάζει | να ψιδιάζει | ||
α' πληθ. | ψιδιάζουμε | ψιδιάζαμε | θα ψιδιάζουμε | να ψιδιάζουμε | ||
β' πληθ. | ψιδιάζετε | ψιδιάζατε | θα ψιδιάζετε | να ψιδιάζετε | ψιδιάζετε | |
γ' πληθ. | ψιδιάζουν(ε) | ψίδιαζαν ψιδιάζαν(ε) |
θα ψιδιάζουν(ε) | να ψιδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψίδιασα | θα ψιδιάσω | να ψιδιάσω | ψιδιάσει | ||
β' ενικ. | ψίδιασες | θα ψιδιάσεις | να ψιδιάσεις | ψίδιασε | ||
γ' ενικ. | ψίδιασε | θα ψιδιάσει | να ψιδιάσει | |||
α' πληθ. | ψιδιάσαμε | θα ψιδιάσουμε | να ψιδιάσουμε | |||
β' πληθ. | ψιδιάσατε | θα ψιδιάσετε | να ψιδιάσετε | ψιδιάστε | ||
γ' πληθ. | ψίδιασαν ψιδιάσαν(ε) |
θα ψιδιάσουν(ε) | να ψιδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψιδιάσει | είχα ψιδιάσει | θα έχω ψιδιάσει | να έχω ψιδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψιδιάσει | είχες ψιδιάσει | θα έχεις ψιδιάσει | να έχεις ψιδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψιδιάσει | είχε ψιδιάσει | θα έχει ψιδιάσει | να έχει ψιδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψιδιάσει | είχαμε ψιδιάσει | θα έχουμε ψιδιάσει | να έχουμε ψιδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψιδιάσει | είχατε ψιδιάσει | θα έχετε ψιδιάσει | να έχετε ψιδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψιδιάσει | είχαν ψιδιάσει | θα έχουν ψιδιάσει | να έχουν ψιδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψιδιάζω
|