Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιδιάζω < ψίδι + -άζω < αρχαία ελληνική ἀψίς

  Ρήμα επεξεργασία

ψιδιάζω

  • τοποθετώ καινούργια ψίδια ή αντικαθιστώ τα χαλασμένα ή φθαρμένα με καινούργια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία