χωματοδεξαμενή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωματοδεξαμενή θηλυκό
- ειδική δεξαμενή που περιέχει (και) χώμα
- ※ Ανεξέλεγκτη διάθεση υγρών βιομηχανικών αποβλήτων, αναμεμειγμένων με στερεά απόβλητα, διέθετε, μέσω συστήματος παράνομων σωληνώσεων, σε χωματοδεξαμενή και σε γειτονικό αγροτεμάχιο μονάδα επεξεργασίας βαμβακόσπορου στην Αλίαρτο Βοιωτίας. (εφ. Το Βήμα, 25.11.2011)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωματοδεξαμενή
|