Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωματοδεξαμενή οι χωματοδεξαμενές
      γενική της χωματοδεξαμενής των χωματοδεξαμενών
    αιτιατική τη χωματοδεξαμενή τις χωματοδεξαμενές
     κλητική χωματοδεξαμενή χωματοδεξαμενές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωματοδεξαμενή < χώμα + -ο- + δεξαμενή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωματοδεξαμενή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία