↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωματερή οι χωματερές
      γενική της χωματερής των χωματερών
    αιτιατική τη χωματερή τις χωματερές
     κλητική χωματερή χωματερές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωματερή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωματερή θηλυκό

  • τόπος όπου ρίχνονται απορρίμματα και μετά καλύπτονται με χώμα, δέντρα κ.λπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία