dépotoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dépotoir < dépoter
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépotoir | dépotoirs |
dépotoir (fr) αρσενικό
- ο χώρος όπου αφήνουν χρησιμοποιημένα υγρά κινητήρων
- ο δημόσιος χώρος όπου αφήνουν τα σκουπίδια
- (οικείο) (μεταφορικά) ο χώρος όπου εγκαταλείπουν άχρηστα αντικείμενα
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) ο χώρος όπου στέλνουν ανεπιθύμητα άτομα