Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσομάλλα οι χρυσομάλλες
      γενική της χρυσομάλλας των χρυσομαλλών
    αιτιατική τη χρυσομάλλα τις χρυσομάλλες
     κλητική χρυσομάλλα χρυσομάλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσομάλλα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χρυσομάλλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾi.soˈma.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐μάλ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσομάλλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χρυσομάλλης

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χρυσομάλλα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία