χρεωστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρεωστάσιο ουδέτερο
- (λόγιο) (νομικός όρος) η αναστολή (μόνιμη ή προσωρινή) της αποπληρωμής των χρεών, διακοπή πληρωμών
- Την μερική κήρυξη χρεοστασίου χαρακτήρισε ως την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την Ελλάδα ο γνωστός Σκωτσέζος οικονομολόγος Γκρείαμ Μάξτον (Graeme Maxton) μιλώντας το βράδυ της Τρίτης σε εκδήλωση των Economist Debates και Hazlis & Rivas στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. (εφημερίδα Το Βήμα, 21/2/2013)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρεωστάσιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ η λέξη πρωτοεμφανίστηκε στην εφημερίδα Άστυ στις 23-24/6/1893 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1117)