ενικός         πληθυντικός  
moratorium moratoriums

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moratorium (fr) αρσενικό

  1. το μορατόριουμ



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική moratorium moratoria
γενική moratoriów
δοτική moratoriom
αιτιατική moratoria
οργανική moratoriami
τοπική moratoriach
κλητική moratoria

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moratorium (pl) ουδέτερο

  1. το μορατόριουμ