Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρεοκοπικός η χρεοκοπική το χρεοκοπικό
      γενική του χρεοκοπικού της χρεοκοπικής του χρεοκοπικού
    αιτιατική τον χρεοκοπικό τη χρεοκοπική το χρεοκοπικό
     κλητική χρεοκοπικέ χρεοκοπική χρεοκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρεοκοπικοί οι χρεοκοπικές τα χρεοκοπικά
      γενική των χρεοκοπικών των χρεοκοπικών των χρεοκοπικών
    αιτιατική τους χρεοκοπικούς τις χρεοκοπικές τα χρεοκοπικά
     κλητική χρεοκοπικοί χρεοκοπικές χρεοκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρεοκοπικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χρεοκοπικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία