Δείτε επίσης: χρίω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χραίνω < αρχαία ελληνική χραίνω

  Ρήμα επεξεργασία

χραίνω

  1. μολύνω (δίνουν τα περισσότερα λεξικά)
  2. (ιδιωματικό) ραντίζω

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ρήμα με λίγους τύπους πια, με παρατατικό έχραινα. Είχε εξαρχής διττή σημασία στην αρχαία ελληνική ραντίζω, σταλάζω και μολύνω (δεν είχε αποκλειστικά αρνητική σημασία) και καθώς συνυπήρχε με το χρίω στα ελληνιστικά χρόνια και στο μεσαίωνα, έμεινε η κακή έννοια στο χραίνω και η καλή στο χρίω και σήμερα πια κυρίως στο χρίζω. Εντούτοις σε μερικές περιοχές εξακολουθεί να "κλέβει" από το χρίζω την έννοια του ραντίζω και αλείφω.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χραίνω < ρίζα χρα με πρόσφυμα ν και j + κατάληξη ω, συγγενές ίσως των χέραδος, χερμάς,χόνδρος, με μια θεωρία (αβέβαιη) να το θέλει "κοινό σύνολο" του μιαίνω και του χρίω και άλλη, ίσως ακόμα πιο αβέβαιη, να το ανάγει στην ΠΙΕ ρίζα ghren (τρίβω, θραύω)

  Ρήμα επεξεργασία

χραίνω

  1. αγγίζω ελαφρά, αλείφω, επιχρίω
  2. συχνάζω, συγχρωτίζομαι,
    ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον : δεν πολυσύχναζε στην αγορά (Ευριπίδης, Ορέστης, 919)
  3. στάζω, ραίνω, γεμίζω
    ἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ, κονίει, πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸς χραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων: Γιατί ο στρτατός πάνοπλος των Αργείων τώρα κοντοζυγώνει, επλάκωσε, τους κάμπους χραίνει ο άσπρος αφρός σταλάζοντας απ' των αλόγων το φυσομάνημα (Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, απόδοση Ιωάννης Γρυπάρης)
    καπνῷ δὲ χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπαν : γεμίζει η πόλη από κάπνα (απ' τις φωτιές) (Αισχύλος)
  4. μιαίνω, μολύνω, μολύνομαι (ειδικά το παθητικό)
    χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ
    αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα
    μηδὲ χραίνεσθαι πόλιν

Συγγενικά επεξεργασία