Ετυμολογία

επεξεργασία
ραίνω < αρχαία ελληνική ῥαίνω

ραίνω

  1. σκορπίζω κάτι απαλά, πάνω σε κάποιον ή κάτι
    ραίνω με άνθη, με σταγόνες
  2. πιο ήπιο, ευγενικό ρήμα για το ραντίζω, το οποίο χρησιμοποιείται και για χημικά
  3. βρέχω υγραίνω
    οι πρόσφυγες τα φίλησαν, τα έραναν με δάκρυα πικραμένα κι έφυγαν γυμνωμένοι, καιγόταν η ψυχούλα τους, ήτανε νικημένοι
    ...ήρωες που έραναν με το αίμα τους κάθε σπιθαμή της ελληνικής γής
  4. (οικείο) (ειρωνικό) λούζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία