χονδροκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χονδροκύτταρο < χονδρο- + κύτταρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chondrocyte)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχονδροκύτταρο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χονδροκύτταρο