χλόισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χλόισμα < χλοΐζω + -μα < αρχαία ελληνική χλοάζω < χλόη
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλόισμα ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλόισμα
|
χλόισμα ουδέτερο
|