Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλοάζω < αρχαία ελληνική χλοάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xloˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χλο‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

χλοάζω

  1. πρασινίζω, γεμίζω (με υποκειμενο τη γη) φρέσκα βλαστάρια
  2. με υποκείμενο ένα ζώο φυτοφάγο: βόσκω σε φρέσκο χορταράκι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλοάζω < χλόη

  Ρήμα επεξεργασία

χλοάζω

  1. (για φυτό) είμαι σαν χλόη
  2. έχω ζωηρό πράσινο χρώμα
  3. βόσκω
  4. βλασταίνω
  5. (μεταφορικά) είμαι εκκολαπτόμενος σε κάτι, φυντανάκι όπως λέμε σήμερα για νέους καλλιτέχνες