χλόασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χλόασμα < ελληνιστική κοινή χλόασμα < αρχαία ελληνική χλώρασμα < χλωράζω < χλωρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλόασμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλόασμα
|
χλόασμα ουδέτερο
|