Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χλαμυδηφόρος οἱ χλαμυδηφόροι
      γενική τοῦ χλαμυδηφόρου τῶν χλαμυδηφόρων
      δοτική τῷ χλαμυδηφόρ τοῖς χλαμυδηφόροις
    αιτιατική τὸν χλαμυδηφόρον τοὺς χλαμυδηφόρους
     κλητική ! χλαμυδηφόρε χλαμυδηφόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χλαμυδηφόρω
γεν-δοτ τοῖν  χλαμυδηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλαμυδηφόρος < χλαμύδ(α) + -ο- + -φόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλαμυδηφόρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία