Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χισμέτι τα χισμέτια
      γενική του χισμετιού των χισμετιών
    αιτιατική το χισμέτι τα χισμέτια
     κλητική χισμέτι χισμέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χισμέτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خذمت‎ (hizmet, hızmet), μορφή του خدمت‎ (hidmet, hıdmet)[1] (τουρκική hizmet) < αραβική خِدْمَة‎ (ḵẖidma) [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xiˈzme.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐σμέ‐τι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χισμέτι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό, παρωχημένο) εξυπηρέτηση
  2. (ιδιωματικό, παρωχημένο) υπηρεσία, δουλειά

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. خدمت #Ottoman Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό‎
  2. Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014