χηνοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.no.tɾoˈfi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχηνοτροφείο ουδέτερο
- ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος όπου ασκείται η χηνοτροφία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χηνοτρόφος, χήνα και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χηνοτροφείο
|