χελωνάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χελωνάκι | τα | χελωνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χελωνάκι | τα | χελωνάκια |
κλητική | χελωνάκι | χελωνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χελωνάκι < χελώνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χελωνάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χελωνάκι
|