χειροκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειροκαλλιέργεια < χειρο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειροκαλλιέργεια θηλυκό
- (σπάνιο) καλλιέργεια που γίνεται με το χέρι
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειροκαλλιέργεια
|