μηχανοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηχανοκαλλιέργεια < μηχανο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηχανοκαλλιέργεια θηλυκό
- (σπάνιο) καλλιέργεια που γίνεται με μηχανήματα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηχανοκαλλιέργεια
|