Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαϊδολόγημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χαϊδολόγημα
τα
χαϊδολογήμα
τ
α
γενική
του
χαϊδολογήμα
τ
ος
των
χαϊδολογημά
τ
ων
αιτιατική
το
χαϊδολόγημα
τα
χαϊδολογήμα
τ
α
κλητική
χαϊδολόγημα
χαϊδολογήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαϊδολόγημα
<
χαϊδολογώ
, χαϊδολογη- +
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
xai̯.ðoˈlo.ʝi.ma
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
χαϊ‐δο‐λό‐γη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαϊδολόγημα
ουδέτερο
η ενέργεια του
χαϊδολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαϊδολόγημα
γαλλικά
:
cajolerie
(fr)