cajolerie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cajolerie | cajoleries |
cajolerie (fr) θηλυκό
- το χάιδεμα, το χαϊδολόγημα
ενικός | πληθυντικός |
cajolerie | cajoleries |
cajolerie (fr) θηλυκό