Ετυμολογία

επεξεργασία
cajolerie < cajoler + -ie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ʒɔl.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cajolerie cajoleries

cajolerie (fr) θηλυκό