Ετυμολογία

επεξεργασία
χαϊδολογώ < λείπει η ετυμολογία

χαϊδολογώ (παθητικό: χαϊδολογιέμαι)

  1. χαϊδεύω κάποιον με στοργή και αγάπη για αρκετή ώρα, όπως η γιαγιά το εγγόνι
    Χαϊδολογάς το γατί και μετά κάθεσαι με αυτά τα χέρια και τρως -χώρια που γεμίζουν τρίχα όλα τα ρούχα και αναγκάζομαι να τα πλένω στο χέρι για να μην πήξει στην τρίχα το πλυντήριο
  2. χαϊδεύω κάποιον ερωτικά
    Βρήκα την κόρη σου να χαϊδολογιέται με ένα συμμαθητή της στην αυλή! Δεν είναι πολύ μικρά ακόμη για τέτοια;
  3. κάνω νάζια, καμώματα (αν και αυτό αποδίδεται συνηθέστερα με το χαϊδεύομαι)
    Ναι, καλά τώρα, μας έπεισες! Αντί να χαϊδολογιέσαι στρώσου να κάνεις καμιά δουλειά να περάσει κι ώρα σου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία