χαϊδολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαϊδολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαχαϊδολογώ (παθητικό: χαϊδολογιέμαι)
- χαϊδεύω κάποιον με στοργή και αγάπη για αρκετή ώρα, όπως η γιαγιά το εγγόνι
- Χαϊδολογάς το γατί και μετά κάθεσαι με αυτά τα χέρια και τρως -χώρια που γεμίζουν τρίχα όλα τα ρούχα και αναγκάζομαι να τα πλένω στο χέρι για να μην πήξει στην τρίχα το πλυντήριο
- χαϊδεύω κάποιον ερωτικά
- Βρήκα την κόρη σου να χαϊδολογιέται με ένα συμμαθητή της στην αυλή! Δεν είναι πολύ μικρά ακόμη για τέτοια;
- κάνω νάζια, καμώματα (αν και αυτό αποδίδεται συνηθέστερα με το χαϊδεύομαι)
- Ναι, καλά τώρα, μας έπεισες! Αντί να χαϊδολογιέσαι στρώσου να κάνεις καμιά δουλειά να περάσει κι ώρα σου