Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασισοβολώνας οι χασισοβολώνες
      γενική του χασισοβολώνα των χασισοβολώνων
    αιτιατική τον χασισοβολώνα τους χασισοβολώνες
     κλητική χασισοβολώνα χασισοβολώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασισοβολώνας < χασίς + -ο- + -βολώνας (< βάλλω) (κατ’ αναλογία με το σιτοβολώνας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασισοβολώνας αρσενικό

  • (νεολογισμός) περιοχή όπου παράγεται πολύ χασίς
    Το χωριό της (...) ήταν μέχρι την επέμβαση της αλβανικής αστυνομίας ο χασισοβολώνας της Ευρώπης. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία