↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτόλιθος οι χαρτόλιθοι
      γενική του χαρτόλιθου των χαρτόλιθων
    αιτιατική τον χαρτόλιθο τους χαρτόλιθους
     κλητική χαρτόλιθε χαρτόλιθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρτόλιθος < χαρτί + -ο- + λίθος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carton-pierre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαρτόλιθος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία