Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτόλιθος οι χαρτόλιθοι
      γενική του χαρτόλιθου των χαρτόλιθων
    αιτιατική τον χαρτόλιθο τους χαρτόλιθους
     κλητική χαρτόλιθε χαρτόλιθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτόλιθος < χαρτί + -ο- + λίθος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carton-pierre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτόλιθος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία