χαρτόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρτόλιθος < χαρτί + -ο- + λίθος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carton-pierre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτόλιθος αρσενικό
- (παρωχημένο) σκληρό αλλά σχετικά ανθεκτικό υλικό για διάφορες μικροκατασκευές —παλιότερα και για διακόσμηση τοίχων, οροφής— με χαρτί, ανθρακικό ασβέστιο και κόλλα ή με ανθρακικό μαγνήσιο που συμπιέζονταν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρτόλιθος