χαρτεμπόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτεμπόριο < χαρτέμπορος / χαρτ(ί) + -εμπόριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτεμπόριο ουδέτερο
- το εμπόριο χαρτιού υγείας, χαρτιού εφημερίδας, βιβλίων, χαρτοπολτού κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτεμπόριο
|