Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτέμπορος οι χαρτέμποροι
      γενική του χαρτέμπορου
χαρτεμπόρου
των χαρτέμπορων
χαρτεμπόρων
    αιτιατική τον χαρτέμπορο τους χαρτέμπορους
χαρτεμπόρους
     κλητική χαρτέμπορε χαρτέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτέμπορος < χαρτ(ί) + -έμπορος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτέμπορος αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο έμπορος που ασχολείται με την πώληση χαρτιού κάθε είδους (εκτυπωτικό, υγείας, εφημερίδας, χαρτοπολτού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία