Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτεμπορικός η χαρτεμπορική το χαρτεμπορικό
      γενική του χαρτεμπορικού της χαρτεμπορικής του χαρτεμπορικού
    αιτιατική τον χαρτεμπορικό τη χαρτεμπορική το χαρτεμπορικό
     κλητική χαρτεμπορικέ χαρτεμπορική χαρτεμπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτεμπορικοί οι χαρτεμπορικές τα χαρτεμπορικά
      γενική των χαρτεμπορικών των χαρτεμπορικών των χαρτεμπορικών
    αιτιατική τους χαρτεμπορικούς τις χαρτεμπορικές τα χαρτεμπορικά
     κλητική χαρτεμπορικοί χαρτεμπορικές χαρτεμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτεμπορικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χαρτεμπορικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία