χαριστίων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
χᾰριστιων- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | χαριστίων | οἱ | χαριστίωνες | ||||
γενική | τοῦ | χαριστίωνος | τῶν | χαριστιώνων | ||||
δοτική | τῷ | χαριστίωνῐ | τοῖς | χαριστίωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | χαριστίωνᾰ | τοὺς | χαριστίωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | χαριστίων | χαριστίωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαριστίωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαριστιώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαριστίων < αρχαία ελληνική χαρίζω < χάρις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαριστίων, -ωνος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- χαριστίων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.