ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰριστιων-
ονομαστική χαριστίων οἱ χαριστίωνες
      γενική τοῦ χαριστίωνος τῶν χαριστιώνων
      δοτική τῷ χαριστίων τοῖς χαριστίωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χαριστίων τοὺς χαριστίωνᾰς
     κλητική ! χαριστίων χαριστίωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαριστίωνε
γεν-δοτ τοῖν  χαριστιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαριστίων < αρχαία ελληνική χαρίζω < χάρις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαριστίων, -ωνος αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) είδος ζυγαριάς
  2. (ελληνιστική κοινή) είδος μοχλού