Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαπιάρισμα τα χαπιαρίσματα
      γενική του χαπιαρίσματος των χαπιαρισμάτων
    αιτιατική το χαπιάρισμα τα χαπιαρίσματα
     κλητική χαπιάρισμα χαπιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαπιάρισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαπιάρισμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία