χαπιάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαπιάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαπιάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η τακτοποίηση και η προσεκτική και συμμετρική κατανομή του χύδην φορτίου στα αμπάρια ενός πλοίου
- Μπορεί να ήταν οι αναθυμιάσεις, ανάβουνε με την υγρασία τα στάρια και στο χαπιάρισμα γίνονται ζαβομάρες, μπορεί και να ’φταιγε το παστό, καούρα τον έπιασε τον Σάββα Σαλταφέρο, μα δεν του πήγαινε ν’ αφήσει μονάχο τον Νικηφόρο στο αμπάρι, αγγάρεψε το βαφτιστηράκι του και τον Στέλιο, με πλάτες, ποντίκια κι οι δυο, πιάστε να τον αποθέσουμε στην πλώρη, δέκα λεπτών δουλειά. (Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαπιάρισμα
|