χανσενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χανσενικός < από τον γιατρό G.H.Hansen που ανακάλυψε το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας
Επίθετο
επεξεργασίαχανσενικός, -ή, -ό
- που πάσχει από τη νόσο του Χάνσεν, ο λεπρός (χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χανσενικός
|