χαμόδρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαμόδρακας | οι | χαμόδρακες |
γενική | του | χαμόδρακα | των | χαμόδρακων |
αιτιατική | τον | χαμόδρακα | τους | χαμόδρακες |
κλητική | χαμόδρακα | χαμόδρακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαμόδρακας < χαμοδρ(άκι) + μεγεθυντικό επίθημα -ακας[1] Αναλύεται σε χαμό- + δράκ(ος) + -ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμόδρακας αρσενικό
- (λαογραφία) το μεγάλο χαμοδράκι, ποιμενικός δαίμονας
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαμόδρακας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .