χαμοδράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμοδράκι | τα | χαμοδράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαμοδράκι | τα | χαμοδράκια |
κλητική | χαμοδράκι | χαμοδράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαμοδράκι < χάμω και δράκος / χαμόδρακας / χαμαιδράκων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμοδράκι ουδέτερο και σμερδάκι
- (λαογραφία) ποιμενικός δαίμονας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαμοδράκι
|
Πηγές
επεξεργασία- Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού, Τύποις Σακελλαρίου, (1904), ΣΤ Χαμοδράκια, σελ. 1220 [1]