σμερδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμερδάκι | τα | σμερδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σμερδάκι | τα | σμερδάκια |
κλητική | σμερδάκι | σμερδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σμερδάκι < σμερδός < αρχαία ελληνική σμερδνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασμερδάκι ουδέτερο και χαμοδράκι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σμερδάκι
|
Πηγές
επεξεργασία- Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού, Τύποις Σακελλαρίου, (1904), ΣΤ Χαμοδράκια, σελ. 1221 [1]