Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαμο- < επίρρημα χάμ(ω} + -ο-[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μο-

  Πρόθημα επεξεργασία

χαμο-, χαμό- (ή σπανιότερα χαμ- πριν από φωνήεν)

  1. του κάτω
    χαμοσέρνω, χαμόσυρτος
  2. του χαμηλού, που ζει χαμηλά, ή κοντά στο έδαφος
    χαμοσυκιά, χαμόκλαδο
    χαμωτίδα
  3. (συνεκδοχικά) του ταπεινού
    χαμόσπιτο

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμο- < χάμ(ω) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

χαμο- ή χαμό-

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία