↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμωτίδα οι χαμωτίδες
      γενική της χαμωτίδας των χαμωτίδων
    αιτιατική τη χαμωτίδα τις χαμωτίδες
     κλητική χαμωτίδα χαμωτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια αρσενική χαμωτίδα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμωτίδα < (επίρρημα χάμ(ω) >) χαμ- + ωτίδα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.moˈti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μω‐τί‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμωτίδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.