Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμοσέρνω < χαμο- + σέρνω

χαμοσέρνω

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χαμοσέρνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)