χαμολόι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμολόι | τα | χαμολόγια |
γενική | του | χαμολογιού | των | χαμολογιών |
αιτιατική | το | χαμολόι | τα | χαμολόγια |
κλητική | χαμολόι | χαμολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαμολόι ουδέτερο και χαμολόγι
- το δεύτερο σύναγμα ελιών
- το μάζεμα των ελιών που έπεσαν πρώιμα στη γη, είτε από τον άνεμο είτε από ασθένεια
- ※ Η ελαιοσυλλογή αρχίζει το Νοέμβρη και κρατάει συνήθως ως το Γενάρη. Οι φάσεις της είναι δύο : το χαμολόι και το τίναμα - μάζεμα . Στο χαμολόι που προηγείται, μαζεύουν τις πεσμένες ελιές και συνεχίζουν κατόπιν με το τίναγμα (Α΄Τοπικό Συμπόσιο: Η Καβάλα και η περιοχή της (Καβάλα, 18-20 Apriliou 1977) πρακτικά, 1980, σελ. 217)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαμολόι
|