χαμαίδρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαμαίδρυς | αἱ | χαμαίδρυες | ||||
γενική | τῆς | χαμαίδρυος | τῶν | χαμαιδρύων | ||||
δοτική | τῇ | χαμαίδρυῐ̈ | ταῖς | χαμαίδρυσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | χαμαίδρυν | τὰς | χαμαίδρυς | ||||
κλητική ὦ! | χαμαίδρυ | χαμαίδρυες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαμαίδρυε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαμαιδρύοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαμαίδρυς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) ποώδες φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες, το σκορδόχορτο
- → και δείτε τη λέξη χαμοδρυά (κοινή νεοελληνική)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χαμαίδρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.