Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμοδρυά οι χαμοδρυές
      γενική της χαμοδρυάς των χαμοδρυών
    αιτιατική τη χαμοδρυά τις χαμοδρυές
     κλητική χαμοδρυά χαμοδρυές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ανθισμένη χαμοδρυά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμοδρυά < αρχαία ελληνική χαμαίδρυς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.mo.ðɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μο‐δρυ‐ά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμοδρυά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία