ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χαμαίδρυον τὰ χαμαίδρυ
      γενική τοῦ χαμαιδρύου τῶν χαμαιδρύων
      δοτική τῷ χαμαιδρύ τοῖς χαμαιδρύοις
    αιτιατική τὸ χαμαίδρυον τὰ χαμαίδρυ
     κλητική ! χαμαίδρυον χαμαίδρυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμαιδρύω
γεν-δοτ τοῖν  χαμαιδρύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαίδρυον < → δείτε τη λέξη χαμαίδρυς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαίδρυον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)