ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαμαίδρωψ αἱ χαμαίδρωπες
      γενική τῆς χαμαίδρωπος τῶν χαμαιδρώπων
      δοτική τῇ χαμαίδρωπ ταῖς χαμαίδρωψ(ν)
    αιτιατική τὴν χαμαίδρωπ τὰς χαμαίδρωπᾰς
     κλητική ! χαμαίδρωψ χαμαίδρωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμαίδρωπε
γεν-δοτ τοῖν  χαμαιδρώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαίδρωψ < → δείτε τη λέξη χαμαίδρυς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαίδρωψ θηλυκό (ελληνιστική κοινή)