Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλικώδης η χαλικώδης το χαλικώδες
      γενική του χαλικώδους της χαλικώδους του χαλικώδους
    αιτιατική τον χαλικώδη τη χαλικώδη το χαλικώδες
     κλητική χαλικώδη(ς) χαλικώδης χαλικώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλικώδεις οι χαλικώδεις τα χαλικώδη
      γενική των χαλικωδών των χαλικωδών των χαλικωδών
    αιτιατική τους χαλικώδεις τις χαλικώδεις τα χαλικώδη
     κλητική χαλικώδεις χαλικώδεις χαλικώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλικώδης < χαλίκι + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

χαλικώδης

  1. που είναι γεμάτος χαλίκια
  2. που μοιάζει με χαλίκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία