Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλικώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαλικώδ
ης
η
χαλικώδ
ης
το
χαλικώδ
ες
γενική
του
χαλικώδ
ους
της
χαλικώδ
ους
του
χαλικώδ
ους
αιτιατική
τον
χαλικώδ
η
τη
χαλικώδ
η
το
χαλικώδ
ες
κλητική
χαλικώδ
η
(
ς
)
χαλικώδ
ης
χαλικώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαλικώδ
εις
οι
χαλικώδ
εις
τα
χαλικώδ
η
γενική
των
χαλικωδ
ών
των
χαλικωδ
ών
των
χαλικωδ
ών
αιτιατική
τους
χαλικώδ
εις
τις
χαλικώδ
εις
τα
χαλικώδ
η
κλητική
χαλικώδ
εις
χαλικώδ
εις
χαλικώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλικώδης
<
χαλίκι
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
χαλικώδης
που είναι γεμάτος χαλίκια
που μοιάζει με χαλίκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλικώδης