↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλικερός η χαλικερή το χαλικερό
      γενική του χαλικερού της χαλικερής του χαλικερού
    αιτιατική τον χαλικερό τη χαλικερή το χαλικερό
     κλητική χαλικερέ χαλικερή χαλικερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλικεροί οι χαλικερές τα χαλικερά
      γενική των χαλικερών των χαλικερών των χαλικερών
    αιτιατική τους χαλικερούς τις χαλικερές τα χαλικερά
     κλητική χαλικεροί χαλικερές χαλικερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλικερός < χαλίκ(ι) + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλικερός, -ή, -ό [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χαλικερός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)