χαλάζιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλάζιο | τα | χαλάζια |
γενική | του | χαλάζιου | των | χαλάζιων |
αιτιατική | το | χαλάζιο | τα | χαλάζια |
κλητική | χαλάζιο | χαλάζια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαλάζιο < (ελληνιστική κοινή) χαλάζιον < αρχαία ελληνική χάλαζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλάζιο ουδέτερο
- μικρή κύστη που δημιουργείται στο άκρο των βλεφάρων