χάλιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χᾰλῐκ- | |||||
ονομαστική | ἡ | χάλιξ | αἱ | χάλικες | |
γενική | τῆς | χάλικος | τῶν | χαλίκων | |
δοτική | τῇ | χάλικῐ | ταῖς | χάλιξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | χάλικᾰ | τὰς | χάλικᾰς | |
κλητική ὦ! | χάλιξ | χάλικες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χάλικε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χαλίκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάλιξ < (ίσως) προελληνική [1] ή αβέβαιης ετυμολογίας[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάλιξ αρσενικό ή θηλυκό
- χαλίκι, βότσαλο, μικρές πέτρες
- γαρμπίλι, χαλίκι ως οικοδομικό υλικό
- ※ Ἐντὸς δὲ οὔτε χάλιξ οὔτε πηλὸς ἦν, ἀλλὰ ξυνῳκοδομημένοι μεγάλοι λίθοι καὶ ἐντομῇ ἐγγώνιοι, σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι. (Θουκυδίδης, Ιστορία, 1, 93, 5)
- Και εσωτερικά <στα τείχη> δεν έβαλαν ούτε χαλίκια ούτε πηλό, αλλά ήταν φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από μεγάλες πέρες που οι λιθοξόοι είχαν τετραγωνίσει, συνδεμένες μεταξύ τους με σίδερα στην εξωτερική πλευρά και με μόλυβδο.
- ※ Ἐντὸς δὲ οὔτε χάλιξ οὔτε πηλὸς ἦν, ἀλλὰ ξυνῳκοδομημένοι μεγάλοι λίθοι καὶ ἐντομῇ ἐγγώνιοι, σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι. (Θουκυδίδης, Ιστορία, 1, 93, 5)
- ασβέστης[2]
- ※ Σύμμετρος γάρ ἐστι τῇ τιτάνῳ καὶ κόλλησιν ἰσχυρὰν καὶ πῆξιν λαμβάνει. Διόπερ τῇ χάλικι καταμίξαντες τὴν ἀμμοκονίαν προβάλλουσι χώματα εἰς τὴν θάλατταν, καὶ κολποῦσι τὰς ἀναπεπταμένας ᾐόνας ὥστ’ ἀσφαλῶς ἐνορμίζεσθαι τὰς μεγίστας ὁλκάδας. (Στράβων, Γεωγραφικά, 5, 4, 6, 24–29)
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- χάλιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάλιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Θεοδόσης Τάσιος, Κύμη και Νεάπολις. Η μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, εκδ. Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης, Αθήνα 2018, κεφάλαιο: πρόσθεμα· πβ. λατινικά calx.