↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰλῐκ-
ονομαστική χάλιξ αἱ χάλικες
      γενική τῆς χάλικος τῶν χαλίκων
      δοτική τῇ χάλικ ταῖς χάλιξ(ν)
    αιτιατική τὴν χάλικ τὰς χάλικᾰς
     κλητική ! χάλιξ χάλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάλικε
γεν-δοτ τοῖν  χαλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάλιξ < (ίσως) προελληνική [1] ή αβέβαιης ετυμολογίας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάλιξ αρσενικό ή θηλυκό

  1. χαλίκι, βότσαλο, μικρές πέτρες
    ※  ὅπερ διανύσας ἴχνεσιν ἀλγεινοῖς ἐγὼ ἐστρωμένην χάλιξιν εἰσέβην ὁδὸν καὶ δυσπάτητον ὀξέσιν κέντροις λίθων. (Λουκιανός, Ποδάγρα, 225–227)
  2. γαρμπίλι, χαλίκι ως οικοδομικό υλικό
    ※  Ἐντὸς δὲ οὔτε χάλιξ οὔτε πηλὸς ἦν, ἀλλὰ ξυνῳκοδομημένοι μεγάλοι λίθοι καὶ ἐντομῇ ἐγγώνιοι, σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι. (Θουκυδίδης, Ιστορία, 1, 93, 5)
    Και εσωτερικά <στα τείχη> δεν έβαλαν ούτε χαλίκια ούτε πηλό, αλλά ήταν φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από μεγάλες πέρες που οι λιθοξόοι είχαν τετραγωνίσει, συνδεμένες μεταξύ τους με σίδερα στην εξωτερική πλευρά και με μόλυβδο.
  3. ασβέστης[2]
    ※  Σύμμετρος γάρ ἐστι τῇ τιτάνῳ καὶ κόλλησιν ἰσχυρὰν καὶ πῆξιν λαμβάνει. Διόπερ τῇ χάλικι καταμίξαντες τὴν ἀμμοκονίαν προβάλλουσι χώματα εἰς τὴν θάλατταν, καὶ κολποῦσι τὰς ἀναπεπταμένας ᾐόνας ὥστ’ ἀσφαλῶς ἐνορμίζεσθαι τὰς μεγίστας ὁλκάδας. (Στράβων, Γεωγραφικά, 5, 4, 6, 24–29)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Θεοδόσης Τάσιος, Κύμη και Νεάπολις. Η μεταφύτευση της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, εκδ. Μορφωτικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κύμης, Αθήνα 2018, κεφάλαιο: πρόσθεμα· πβ. λατινικά calx.