θάλαττα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θάλαττᾰ | αἱ | θάλατται |
γενική | τῆς | θαλάττης | τῶν | θαλαττῶν |
δοτική | τῇ | θαλάττῃ | ταῖς | θαλάτταις |
αιτιατική | τὴν | θάλαττᾰν | τὰς | θαλάττᾱς |
κλητική ὦ! | θάλαττᾰ | θάλατται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαλάττᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θαλάτταιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
θάλαττα θηλυκό
- αττικός τύπος του θάλασσα
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις Κείμενο & Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- καὶ τάχα δὴ ἀκούουσι βοώντων τῶν στρατιωτῶν Θάλαττα θάλαττα καὶ παρεγγυώντων.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις Κείμενο & Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr